Εκτιμητής στα ουκρανικά

Μετάφραση: εκτιμητής, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
експерт, засідатель, асесор, консультант, оцінювач, оценщик
Εκτιμητής στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εκτιμητής

εκτιμητής εικόνων, εκτιμητής γραμματοσήμων, εκτιμητής τράπεζας, εκτιμητής διαμαντιών, εκτιμητής έργων τέχνης, εκτιμητής λεξικό γλώσσας ουκρανικά, εκτιμητής στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • εκτεταμένα στα ουκρανικά - широко-широко, докладно, широко
  • εκτεταμένος στα ουκρανικά - широкий, великий, обширний, просторий, велике
  • εκτιμώ στα ουκρανικά - значення, розрізнювати, величина, цінність, розрізняти, коштовність, розмір, ...
  • εκτινάσσομαι στα ουκρανικά - пружинити, підхоплюватися, пагони, започаткувало, викидати, викидатиме
Τυχαίες λέξεις
Εκτιμητής στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: експерт, засідатель, асесор, консультант, оцінювач, оценщик