Σμάλτο στα ουκρανικά

Μετάφραση: σμάλτο, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
емаль, лакувати
Σμάλτο στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σμάλτο

σμάλτο σε μέταλλο, σμάλτο για πλακάκια, σμάλτο δοντιών, σμάλτο γυαλιού, σμάλτο χρώματα, σμάλτο λεξικό γλώσσας ουκρανικά, σμάλτο στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • σκώμμα στα ουκρανικά - насмішка, кидати, залишати
  • σκώρος στα ουκρανικά - спів, моль, міль
  • σμάρι στα ουκρανικά - юрба, кишіти, юрма, купа, зграя, юрбитися, рий, ...
  • σμήνος στα ουκρανικά - купа, юрба, рий, юрма, юрбитися, кишіти, зграя, ...
Τυχαίες λέξεις
Σμάλτο στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: емаль, лакувати