Епілепсія στα ελληνικά
Μετάφραση: епілепсія, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιληψία, επιληψίας, της επιληψίας, την επιληψία, η επιληψία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- епізодичний στα ελληνικά - επεισοδιακός, επεισοδιακή, επεισοδιακό, επεισοδική, επεισοδιακής
- епікурейський στα ελληνικά - Επικούρειου, Επικούριος, επικούρεια, Epicurean, επικούρειας
- епілептичний στα ελληνικά - επιληπτικός, επιληπτικές, επιληπτικών, επιληπτικούς, επιληπτική
- епілог στα ελληνικά - επίλογος, επίλογο, επίλογό, επιλόγου, τον επίλογο
Τυχαίες λέξεις
Епілепсія στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιληψία, επιληψίας, της επιληψίας, την επιληψία, η επιληψία
Μεταφράσεις: επιληψία, επιληψίας, της επιληψίας, την επιληψία, η επιληψία