Επιληψία στα ουκρανικά

Μετάφραση: επιληψία, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
епілепсія
Επιληψία στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επιληψία

επιληψία θεραπεία, επιληψία αντιμετώπιση, επιληψία και οδήγηση, επιληψία σε παιδιά, επιληψία συμπτώματα, επιληψία λεξικό γλώσσας ουκρανικά, επιληψία στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • επιλεκτικός στα ουκρανικά - відбірний, селективний, виборчий, селективна, селективним
  • επιληπτικός στα ουκρανικά - епілептичний, епілептичне
  • επιλογή στα ουκρανικά - вибір, альтернатива, відбір, набір, набирання, опціон, опція, ...
  • επιμέλεια στα ουκρανικά - старання, ретельність, диліжанс, намагання, старанність, зберігання, збереження
Τυχαίες λέξεις
Επιληψία στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: епілепсія