Заволодіння στα ελληνικά
Μετάφραση: заволодіння, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατάληψη, επάγγελμα, κατοχή, κατοχής, επαγγέλματος, την εργασία
Μεταφράσεις
- завойовник στα ελληνικά - κατακτητής, κατακτητή, νικητής, πορθητής, του κατακτητή
- заволодівати στα ελληνικά - απορροφώ, απασχολώ, καταλαμβάνω, συλλογή, συλλέγουν, συλλέγει, συλλέξει, ...
- заволока στα ελληνικά - παρείσακτος, εισβολέα, εισβολέας, εισβολή, παρείσακτο
- заволікати στα ελληνικά - αχλή, καταχνιά, επιστήσει, συντάξει, κλήρωση, επιστήσω, επιστήσω την
Τυχαίες λέξεις
Заволодіння στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατάληψη, επάγγελμα, κατοχή, κατοχής, επαγγέλματος, την εργασία
Μεταφράσεις: κατάληψη, επάγγελμα, κατοχή, κατοχής, επαγγέλματος, την εργασία