Збудувати στα ελληνικά

Μετάφραση: збудувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μπόι, χτίζω, κατασκευάζω, οικοδομώ, ανάστημα, κορμοστασιά, κατασκευή, οικοδόμηση, οικοδομήσουμε, χτίσει, οικοδομήσει
Збудувати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • збудливий στα ελληνικά - φουσκώνω, εξογκώνω, ευερέθιστος, διεγέρσιμα, ευερέθιστη, ευερέθιστα, να διεγερθούν
  • збудливість στα ελληνικά - οξύθυμος, ευέξαπτος, διεγερσιμότητα, διεγερσιμότητας, διεγερσιμότητας του, της διεγερσιμότητας, διεγερσιμότητας της
  • збудуйте στα ελληνικά - ανάστημα, μπόι, κορμοστασιά, χτίζω, κατασκευή, οικοδόμηση, οικοδομήσουμε, ...
  • збудіть στα ελληνικά - ταραχή, Ανακατέψτε, Ανάδευση για, Ανακατεύετε, Αναδεύεται
Τυχαίες λέξεις
Збудувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μπόι, χτίζω, κατασκευάζω, οικοδομώ, ανάστημα, κορμοστασιά, κατασκευή, οικοδόμηση, οικοδομήσουμε, χτίσει, οικοδομήσει