Зв'язаний στα ελληνικά

Μετάφραση: зв'язаний, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ροζ, συνοχή, όριο, δεσμευμένο, δεσμευμένου, δεσμευμένη, συνδεδεμένου
Зв'язаний στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • збірку στα ελληνικά - χωνεύω, συλλογή, συλλογής, τη συλλογή, είσπραξη, είσπραξης
  • збірник στα ελληνικά - συλλογή, συλλογής, τη συλλογή, είσπραξη, είσπραξης
  • зв'язаним στα ελληνικά - όριο, δεσμευμένο, δεσμευμένου, δεσμευμένη, συνδεδεμένου
  • зв'язка στα ελληνικά - σκοινί, σύνδεσμος, συνδέσμου, συνδέσμων, σύνδεσμο, των συνδέσμων
Τυχαίες λέξεις
Зв'язаний στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ροζ, συνοχή, όριο, δεσμευμένο, δεσμευμένου, δεσμευμένη, συνδεδεμένου