Змочити στα ελληνικά

Μετάφραση: змочити, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βρέχω, μουσκεύω, νωπός, υγρός, υγράνετε, βρέξτε, υγραίνεται, υγράνουν
Змочити στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • зморщувати στα ελληνικά - ρυτίδα, ρυτίδων, των ρυτίδων, ρυτίδες, αντιρυτιδική
  • змочений στα ελληνικά - καταρράκτης, υγραίνεται, βρεγμένο, υγρανθεί, υγραίνονται, νοτισμένο
  • змочувати στα ελληνικά - υγρός, μουσκεύω, βρέχω, νωπός, υγρό, υγρή, υγρής, ...
  • змочується στα ελληνικά - υγρασία, βρέχεται, διαβρέχεται, διαβρέχονται, υγραίνεται, βραχεί
Τυχαίες λέξεις
Змочити στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βρέχω, μουσκεύω, νωπός, υγρός, υγράνετε, βρέξτε, υγραίνεται, υγράνουν