Зупинити στα ελληνικά

Μετάφραση: зупинити, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σταματώ, στάση, σταματήσει, σταματήσετε, σταματήσουν, να σταματήσει
Зупинити στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • зупинений στα ελληνικά - σταμάτησε, σταμάτησαν, σταματήσει, διακόπτεται, διακοπεί
  • зупинення στα ελληνικά - καθυστέρηση, στρώμα, ανάρτηση, εναιώρημα, αναστολή, αναστολής, αιώρημα
  • зупинитися στα ελληνικά - σταματώ, διαμονή, παραμονή, μείνετε, μείνουν, μείνει
  • зупинка στα ελληνικά - μένω, στρώμα, στάση, σταματήσει, σταματήσετε, σταματήσουν, να σταματήσει
Τυχαίες λέξεις
Зупинити στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σταματώ, στάση, σταματήσει, σταματήσετε, σταματήσουν, να σταματήσει