Ключка στα ελληνικά
Μετάφραση: ключка, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λέσχη, προσωπείο, οδηγός, μάσκα, ρόπαλο, ραβδί, Stick, στικ, κολλήσει, το ραβδί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- клювати στα ελληνικά - τσιμπολόγημα, καλκάνι, τσιμπώ, κτυπώ με το ράμφος, Peck, ραμφίζουν, ραμφίζουν τα
- ключ στα ελληνικά - βρύση, πηγή, ίχνος, κλειδί, πλήκτρο, βασικό, βασικά, ...
- ключової στα ελληνικά - πληκτρολόγιο, κλειδί, πλήκτρο, βασικό, βασικά, βασικές
- клянеться στα ελληνικά - εναγής, επάρατος, αναθεματισμένος, όρκους, όρκοι, τους όρκους, όρκων, ...
Τυχαίες λέξεις
Ключка στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λέσχη, προσωπείο, οδηγός, μάσκα, ρόπαλο, ραβδί, Stick, στικ, κολλήσει, το ραβδί
Μεταφράσεις: λέσχη, προσωπείο, οδηγός, μάσκα, ρόπαλο, ραβδί, Stick, στικ, κολλήσει, το ραβδί