Προσωπείο στα ουκρανικά
Μετάφραση: προσωπείο, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
змішаний, ключка, маска
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προσωπείο
πρόσωπο συνώνυμο, προσωπείο cushing, αδενοειδές προσωπείο, ιπποκράτειο προσωπείο, προσωπείο του ιπποκράτη, προσωπείο λεξικό γλώσσας ουκρανικά, προσωπείο στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- προσχώνω στα ουκρανικά - родовище, завдатковий, поклад, вклад, застава, aggrade
- προσχώρηση στα ουκρανικά - додаток, збільшення, приріст, вступ, набуття, набрання, вступу
- προσωπικά στα ουκρανικά - особисто, персонально, сам
- προσωπικό στα ουκρανικά - древко, опертя, жезл, палиця, підтримка, співробітники, працівники, ...
Τυχαίες λέξεις
Προσωπείο στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: змішаний, ключка, маска
Μεταφράσεις: змішаний, ключка, маска