Кордон στα ελληνικά
Μετάφραση: кордон, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μεθόριος, παραμεθόριος, ρέλι, όριο, σύνορο, σύνορα, συνόρων, των συνόρων, συνοριακών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- корба στα ελληνικά - άξονας, μανιβέλα, στρόφαλος, στροφάλου, στρόφαλο, μανιβέλας
- корд στα ελληνικά - κορδόνι, καλωδίου, Καλώδιο, Cord, Μυελού
- кордони στα ελληνικά - σύνορα, συνόρων, τα σύνορα, των συνόρων, σύνορά
- кордонний στα ελληνικά - περιστολή, οριακός, περιορισμός, αλλοδαπός, ξένος, Εξωτερικών, Εξωτερικών της, ...
Τυχαίες λέξεις
Кордон στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μεθόριος, παραμεθόριος, ρέλι, όριο, σύνορο, σύνορα, συνόρων, των συνόρων, συνοριακών
Μεταφράσεις: μεθόριος, παραμεθόριος, ρέλι, όριο, σύνορο, σύνορα, συνόρων, των συνόρων, συνοριακών