Лямівка στα ελληνικά

Μετάφραση: лямівка, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρέλι, μεθόριος, σύνορο, lyamivka
Лямівка στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • лялечки στα ελληνικά - μαθητής, μαθήτρια, χρυσαλίδες, χρυσαλίδων, χρυσαλλίδες, pupae, χρυσαλλίδων
  • лялька στα ελληνικά - κούκλα, πιπίλα, κούκλας, κούκλες, doll, κουκλών
  • ляпанець στα ελληνικά - κόλαφος, σφαλιάρα, χαστούκι, ράπισμα, slap
  • ляпати στα ελληνικά - χαστούκι, ραπίζω, κόλαφος, σφαλιάρα, ράπισμα, slap
Τυχαίες λέξεις
Лямівка στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρέλι, μεθόριος, σύνορο, lyamivka