Лікувати στα ελληνικά
Μετάφραση: лікувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μεταχειρίζομαι, θεραπεύω, κερνώ, κέρασμα, θεραπεία, τη θεραπεία, αντιμετώπιση, την αντιμετώπιση, αντιμετωπίζουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- лікувальний στα ελληνικά - επανορθώνω, αποκαθιστώ, θεραπευτικός, θεραπευτική, θεραπευτικές, θεραπευτικό, θεραπευτικών
- лікування στα ελληνικά - καπνίζω, θεραπεύω, παστώνω, αλατίζω, θεραπεία, μεταχείριση, αγωγή, ...
- лілейно-білий στα ελληνικά - άκρο, μέλος, κλαδί, κρίνο, κρίνος, κρίνου, κρίνων, ...
- ліловий στα ελληνικά - βιολί, μωβ, πορφυρό, μοβ, πορφυρή, πορφυρού
Τυχαίες λέξεις
Лікувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μεταχειρίζομαι, θεραπεύω, κερνώ, κέρασμα, θεραπεία, τη θεραπεία, αντιμετώπιση, την αντιμετώπιση, αντιμετωπίζουν
Μεταφράσεις: μεταχειρίζομαι, θεραπεύω, κερνώ, κέρασμα, θεραπεία, τη θεραπεία, αντιμετώπιση, την αντιμετώπιση, αντιμετωπίζουν