Κέρασμα στα ουκρανικά

Μετάφραση: κέρασμα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
лікувати, опрацьовувати, ставитися, лікуватимуть
Κέρασμα στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κέρασμα

κέρασμα για γέννηση, κέρασμα ονειροκρίτησ, κέρασμα γέννας, κέρασμα γενεθλίων, κέρασμα βάπτισης, κέρασμα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, κέρασμα στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • κέντρισμα στα ουκρανικά - удар, рити, викопати, копати, шпора
  • κέντρο στα ουκρανικά - центр, центру
  • κέρδος στα ουκρανικά - профілювання, прибуток, прибутку
  • κέρμα στα ουκρανικά - фабрикувати, монета, сфабрикувати, карбувати, монету, монети
Τυχαίες λέξεις
Κέρασμα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: лікувати, опрацьовувати, ставитися, лікуватимуть