Ліси στα ελληνικά
Μετάφραση: ліси, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δασοκομία, δασολογία, δάση, Τα δάση, Δασών, των δασών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- лісабон στα ελληνικά - ψεύδισμα, τραυλισμός, ψευδίζω, Λισαβόνα, Λισαβόνας, Λισσαβώνας, της Λισαβόνας, ...
- лісабонський στα ελληνικά - τραυλισμός, ψεύδισμα, ψευδίζω, Λισαβόνα, Λισαβόνας, Λισσαβώνας, της Λισαβόνας, ...
- лісистий στα ελληνικά - δασώδης, δασικές, δασώδη, δασώδεις, δασωμένες
- лісник στα ελληνικά - δασοφύλακας, δασολόγο, δασολόγου, δασοκόμου, δασοπόνος
Τυχαίες λέξεις
Ліси στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δασοκομία, δασολογία, δάση, Τα δάση, Δασών, των δασών
Μεταφράσεις: δασοκομία, δασολογία, δάση, Τα δάση, Δασών, των δασών