Мимовільний στα ελληνικά

Μετάφραση: мимовільний, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναίσθητος, ακούσιος, ακούσια, ακούσιες, ακούσιας, ακουσίων
Мимовільний στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • випав στα ελληνικά - σκάγια, πυροβολώ, πυροβολισμός, πυροβόλησα, έπεσε, μειώθηκαν, μειώθηκε, ...
  • донесхочу στα ελληνικά - κυρτός, doneshochu
  • займистість στα ελληνικά - ευφλεκτότητα, ευφλεκτότητας, αναφλεξιμότητας, εύφλεκτα, καυσιμότητα
  • койку στα ελληνικά - κουκέτα, αγκυροβόλιο, ελλιμενισμένα, θέση αγκυροβολίας, θέση ελλιμενισμού
Τυχαίες λέξεις
Мимовільний στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναίσθητος, ακούσιος, ακούσια, ακούσιες, ακούσιας, ακουσίων