Налічувати στα ελληνικά
Μετάφραση: налічувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ποσόν, ανέρχομαι, ποσό, υπολογίζω, αρίθμηση, μετράνε, μετρούν, μετρήσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- безмірний στα ελληνικά - τεράστιος, τεράστια, απέραντη, τεράστιες, τεράστιο, απέραντο
- виблискуючий στα ελληνικά - εύθυμος, εξαίσιος, χαρούμενος, έξοχα, φίνος, υπέροχος, πρόστιμο, ...
- видеріться στα ελληνικά - σκαρφαλώνω, vyderitsya
- запитаний στα ελληνικά - υποβολέας, ζητούνται, ζητείται, ζητηθεί, ζήτησε, ζήτησε από
Τυχαίες λέξεις
Налічувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ποσόν, ανέρχομαι, ποσό, υπολογίζω, αρίθμηση, μετράνε, μετρούν, μετρήσει
Μεταφράσεις: ποσόν, ανέρχομαι, ποσό, υπολογίζω, αρίθμηση, μετράνε, μετρούν, μετρήσει