Направляти στα ελληνικά
Μετάφραση: направляти, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ιθύνω, καθοδηγώ, διέπω, σκηνοθετώ, απευθύνω, διεύθυνση, κυβερνώ, οδηγός, καθοδηγήσει, καθοδηγούν, καθοδήγηση, καθοδηγήσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- алітерація στα ελληνικά - παρήχηση, παιχνίδια παρήχησης, παρήχησης, παιχνίδια παρήχησης με, παιχνίδια παρήχησης με το
- випарювання στα ελληνικά - αποφοίτηση, εξάτμιση, εξάτμισης, εξατμίσεως, την εξάτμιση, η εξάτμιση
- виходець στα ελληνικά - υιός, καμάρι, ντόπιος, μητρική, φυσική, φυσικής, φυσικού
- крохмаль στα ελληνικά - άμυλο, κολλαρίζω, αμύλου, το άμυλο, του αμύλου, σε άμυλο
Τυχαίες λέξεις
Направляти στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ιθύνω, καθοδηγώ, διέπω, σκηνοθετώ, απευθύνω, διεύθυνση, κυβερνώ, οδηγός, καθοδηγήσει, καθοδηγούν, καθοδήγηση, καθοδηγήσουν
Μεταφράσεις: ιθύνω, καθοδηγώ, διέπω, σκηνοθετώ, απευθύνω, διεύθυνση, κυβερνώ, οδηγός, καθοδηγήσει, καθοδηγούν, καθοδήγηση, καθοδηγήσουν