Διέπω στα ουκρανικά

Μετάφραση: διέπω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
обумовлювати, визначати, направляти, володіти, diepo
Διέπω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διέπω

διέπω ορισμός, διέπω σημαίνει, διέπω συνώνυμο, διέπω κλίση, διέπω αόριστος, διέπω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, διέπω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • διένεξη στα ουκρανικά - спір, посперечатися, сваритися, диспутувати, суперечка, суперечку, спор
  • διέξοδος στα ουκρανικά - устя, річище, жилкуватий, венозний, віддушина, стік, вихід, ...
  • διήθηση στα ουκρανικά - фільтрація, фільтрування, Фільтрування, фільтрації
  • διίσταμαι στα ουκρανικά - розійтися, незгода, розходитися, розходитись, розходитимуться
Τυχαίες λέξεις
Διέπω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: обумовлювати, визначати, направляти, володіти, diepo