Нараховувати στα ελληνικά

Μετάφραση: нараховувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μετρώ, κόμης, υπολογίζω, λάβουν υπόψη, εκτιμούν, λάβουν υπόψη τους, υπολογίζουν
Нараховувати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бюрократичний στα ελληνικά - γραφειοκρατικός, γραφειοκρατική, γραφειοκρατικές, γραφειοκρατικό, γραφειοκρατικών
  • дощовий στα ελληνικά - αναστηλώνω, ανατρέφω, σηκώνω, υψώνω, βροχερός, βροχερή, βροχερές, ...
  • екзотичний στα ελληνικά - εξωτικός, εξωτικά, εξωτικό, εξωτικών, εξωτική
  • житловою στα ελληνικά - υπόλοιπο, ζωντανός, ζωή, διαβίωσης, καθιστικό, ζωής
Τυχαίες λέξεις
Нараховувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μετρώ, κόμης, υπολογίζω, λάβουν υπόψη, εκτιμούν, λάβουν υπόψη τους, υπολογίζουν