Нахиляння στα ελληνικά
Μετάφραση: нахиляння, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αιχμή, πουρμπουάρ, περιστατικό, επεισόδιο, ποδοκόπι, ρεγάλο, κλίση, κλίσης, ανατροπής, ανάκλισης, γέρνοντας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- альвеолярне στα ελληνικά - κυψελιδικός, φατνιακό, κυψελιδικά, κυψελιδικού, φατνιακή, κυψελιδικό
- виберіть στα ελληνικά - διαλέγω, επιλέξτε, επιλέξετε, επιλογή, να επιλέξετε, επιλέξει
- включення στα ελληνικά - κατανόηση, συμπερίληψη, ένταξη, ένταξης, ενσωμάτωση, καταχώριση
- знос στα ελληνικά - κατεδάφιση, μετακομίζω, αμυχή, επιδείνωση, χειροτέρευση, φθορά, τριβή, ...
Τυχαίες λέξεις
Нахиляння στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αιχμή, πουρμπουάρ, περιστατικό, επεισόδιο, ποδοκόπι, ρεγάλο, κλίση, κλίσης, ανατροπής, ανάκλισης, γέρνοντας
Μεταφράσεις: αιχμή, πουρμπουάρ, περιστατικό, επεισόδιο, ποδοκόπι, ρεγάλο, κλίση, κλίσης, ανατροπής, ανάκλισης, γέρνοντας