Αιχμή στα ουκρανικά
Μετάφραση: αιχμή, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
болісно, болюче, нахиляння, гостро, нахил, їдко, звалювати, пік
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αιχμή
αιχμή του δόρατοσ english, αιχμή ξάνθη, αιχμή ρούχα, αιχμή του δόρατος, αιχμή μεσολόγγι, αιχμή λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αιχμή στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- αιφνιδιαστικά στα ουκρανικά - несподівано, раптом, зненацька, круто, неочікувано, раптово
- αιχμάλωτος στα ουκρανικά - в'язень, захвалений, військовополонений, бранець, полонений, полонених, пленник
- αιχμαλωσία στα ουκρανικά - підкорити, оволодіти, захоплювати, захопити, полон, полону
- αιχμαλωτίζω στα ουκρανικά - підкорити, захопити, захоплювати, оволодіти, захоплення, захват
Τυχαίες λέξεις
Αιχμή στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: болісно, болюче, нахиляння, гостро, нахил, їдко, звалювати, пік
Μεταφράσεις: болісно, болюче, нахиляння, гостро, нахил, їдко, звалювати, пік