Невпевнено στα ελληνικά
Μετάφραση: невпевнено, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επισφαλής, αβεβαιότητα, η αβεβαιότητα, αβεβαιότητα ως, κάποια αμφιβολία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вмирущі στα ελληνικά - βαφή, πεθαίνουν, πεθαίνει, που πεθαίνουν, πεθάνει
- відьма στα ελληνικά - μάγισσα, μαγισσών, μάγισσας, μάγισσα που
- корисно στα ελληνικά - χρήσιμος, χρήσιμες, χρήσιμη, εξυπηρετικό, χρήσιμο
- материнський στα ελληνικά - μητρικός, μητέρας, δείκτη της μητρικής, στο δείκτη της μητρικής
Τυχαίες λέξεις
Невпевнено στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επισφαλής, αβεβαιότητα, η αβεβαιότητα, αβεβαιότητα ως, κάποια αμφιβολία
Μεταφράσεις: επισφαλής, αβεβαιότητα, η αβεβαιότητα, αβεβαιότητα ως, κάποια αμφιβολία