Незадоволений στα ελληνικά
Μετάφραση: незадоволений, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δυσφορία, ένδεια, μιζέρια, φτώχεια, πενία, δυσαρεστημένος, δυσαρεστημένοι, ικανοποιημένοι, δυσαρεστημένους, ικανοποιημένος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- адже στα ελληνικά - όμως, επειδή, διότι, λόγω, γιατί
- двічі-тричі στα ελληνικά - πολλάκις, πολλές φορές, μάλιστα πολλές φορές, συχνάκις
- красивий στα ελληνικά - ωραίος, όμορφος, εραστής, όμορφη, όμορφο, υπέροχο, όμορφα
- ласощі στα ελληνικά - πιτσιρίκος, παιδί, κατσικάκι, λιχουδιά, λεπτοκαμωμένος, φίνο, dainty, ...
Τυχαίες λέξεις
Незадоволений στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δυσφορία, ένδεια, μιζέρια, φτώχεια, πενία, δυσαρεστημένος, δυσαρεστημένοι, ικανοποιημένοι, δυσαρεστημένους, ικανοποιημένος
Μεταφράσεις: δυσφορία, ένδεια, μιζέρια, φτώχεια, πενία, δυσαρεστημένος, δυσαρεστημένοι, ικανοποιημένοι, δυσαρεστημένους, ικανοποιημένος