Об'єднати στα ελληνικά

Μετάφραση: об'єднати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενώνω, συνδυάζω, σύμμαχος, συγχωνεύω, συνδυασμός, συνδυάζουν, συνδυάσετε, συνδυάσει, συνδυάζει
Об'єднати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • авіаційний στα ελληνικά - αεροπορία, αεροσκάφος, αέρας, αέρα, του αέρα, αεροπορικών, αέρος
  • гарнітур στα ελληνικά - ακουστικά, τα ακουστικά, ακουστικών, headsets
  • заповзятливість στα ελληνικά - επιχειρηματικότητα, επιχειρηματικότητας, της επιχειρηματικότητας, την επιχειρηματικότητα, επιχειρηματικού πνεύματος
  • ліквідації στα ελληνικά - εκκαθαριστής, εκκαθάριση, ρευστοποίηση, εκκαθάρισης, ρευστοποίησης, εκκαθαρίσεως
Τυχαίες λέξεις
Об'єднати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενώνω, συνδυάζω, σύμμαχος, συγχωνεύω, συνδυασμός, συνδυάζουν, συνδυάσετε, συνδυάσει, συνδυάζει