Обвинувачений στα ελληνικά

Μετάφραση: обвинувачений, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εναγόμενος, φταίχτης, κατηγορούμενος, δράστης, κατηγορείται, κατηγόρησε, κατηγορούνται, κατηγορηθεί
Обвинувачений στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • благочестя στα ελληνικά - ευσέβεια, ευσέβειας, ευλάβεια, ευλάβειας, την ευσέβεια
  • вгору στα ελληνικά - πάνω, άνω, κορυφή, Top, Αρχή, Αρχή σελίδας
  • весільний στα ελληνικά - γαμήλιος, νυφικό, νυφικά, Νυφική, το νυφικό, νυφικές
  • легеневий στα ελληνικά - πολτός, πνευμονικός, πνευμονική, πνευμονικής, πνευμονικό, πνευμονικών
Τυχαίες λέξεις
Обвинувачений στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εναγόμενος, φταίχτης, κατηγορούμενος, δράστης, κατηγορείται, κατηγόρησε, κατηγορούνται, κατηγορηθεί