Один στα ελληνικά

Μετάφραση: один, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανύπαντρος, μοναχός, μόνος, ένα, μονόκλινος, ένας, μία, μονός, μια, ενός
Один στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • балерина στα ελληνικά - χορευτής, μπαλλαρίνα, μπαλαρίνα, μπαλαρίνας, ballerina, χορεύτρια
  • відцентровий στα ελληνικά - φυγόκεντρος, φυγοκεντρική, φυγόκεντρες, φυγοκεντρικό, φυγοκεντρικές
  • купіль στα ελληνικά - μπάνιο, μπανιέρα, λουτρό, γραμματοσειρά, γραμματοσειράς, γραμματοσειρών, της γραμματοσειράς, ...
  • мавпа στα ελληνικά - πίθηκος, μαϊμού, πιθήκου, πίθηκο, πιθήκους
Τυχαίες λέξεις
Один στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανύπαντρος, μοναχός, μόνος, ένα, μονόκλινος, ένας, μία, μονός, μια, ενός