Μονόκλινος στα ουκρανικά

Μετάφραση: μονόκλινος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
один, єдиний, поодинокий, одна, одне, одну, одного
Μονόκλινος στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μονόκλινος

μονόκλινος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, μονόκλινος στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • μοντέλο στα ουκρανικά - краєвид, фасон, засіб, звичай, метод, мода, спосіб, ...
  • μοντέρνος στα ουκρανικά - арбітри, сучасний, сучасна, сучасне
  • μονός στα ουκρανικά - єдиний, незайнятий, неврівноважений, поодинокий, випадковий, нерівний, додатковий, ...
  • μονότονος στα ουκρανικά - відкласти, відкладіть, монотонний, монотонна, монотонне, монотонну
Τυχαίες λέξεις
Μονόκλινος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: один, єдиний, поодинокий, одна, одне, одну, одного