Окупація στα ελληνικά
Μετάφραση: окупація, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επάγγελμα, κατοχή, κατάληψη, κατοχής, επαγγέλματος, την εργασία
Μεταφράσεις
- брань στα ελληνικά - Μπράνα, Branagh
- вперто στα ελληνικά - πεισματικά, με πείσμα, επίμονα, πείσμα, επίμονη
- зачинати στα ελληνικά - επιβιβάζω, επιβιβάζομαι, αρχίζουν, αρχίσει, να αρχίσει, ξεκινήσει, αρχίσουν
- материнський στα ελληνικά - μητρικός, μητέρας, δείκτη της μητρικής, στο δείκτη της μητρικής
Τυχαίες λέξεις
Окупація στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επάγγελμα, κατοχή, κατάληψη, κατοχής, επαγγέλματος, την εργασία
Μεταφράσεις: επάγγελμα, κατοχή, κατάληψη, κατοχής, επαγγέλματος, την εργασία