Опертя στα ελληνικά
Μετάφραση: опертя, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κολόνα, προσωπικό, στήλη, εξάρτηση, εμπιστοσύνη, εξάρτηση από, εξάρτησης, επίκληση
Μεταφράσεις
- вважати στα ελληνικά - υποτίθεται, θεωρώ, μετρώ, κρίνω, κόμης, υποθέτω, εξετάσει, ...
- витікання στα ελληνικά - εκδηλωτικός, εξωστρεφής, διάχυση, κοινωνικός, ριχτός, εκκένωση, απαλλαγή, ...
- глазур στα ελληνικά - γλάσο, κερασάκι, τήξη, άχνη, παγοποίησης
- люб'язно στα ελληνικά - ευγενικά, με χάρη, graciously, ευγενώς, σπλαχνικά
Τυχαίες λέξεις
Опертя στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κολόνα, προσωπικό, στήλη, εξάρτηση, εμπιστοσύνη, εξάρτηση από, εξάρτησης, επίκληση
Μεταφράσεις: κολόνα, προσωπικό, στήλη, εξάρτηση, εμπιστοσύνη, εξάρτηση από, εξάρτησης, επίκληση