Προσωπικό στα ουκρανικά

Μετάφραση: προσωπικό, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
древко, опертя, жезл, палиця, підтримка, співробітники, працівники, співробітників
Προσωπικό στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προσωπικό

προσωπικό νεύρο ανατομία, προσωπικό ασφαλείας σε απεργία, προσωπικό ημερολόγιο, προσωπικό ιδιωτικής ασφάλειας, προσωπικό ωροσκόπιο, προσωπικό λεξικό γλώσσας ουκρανικά, προσωπικό στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • προσωπείο στα ουκρανικά - змішаний, ключка, маска
  • προσωπικά στα ουκρανικά - особисто, персонально, сам
  • προσωπικός στα ουκρανικά - особистий, особовий, персональний, особистого, індивідуальний, приватний
  • προσωπικότητα στα ουκρανικά - діяч, особистість, персона, особа, особу
Τυχαίες λέξεις
Προσωπικό στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: древко, опертя, жезл, палиця, підтримка, співробітники, працівники, співробітників