Оподаткувати στα ελληνικά
Μετάφραση: оподаткувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προβληματίζω, φορολογώ, φόρος, εισφορά, εισφοράς, εισφοράς που, εισφορα, εισφορά που
Μεταφράσεις
- впорскування στα ελληνικά - ένεση, έγχυση, ένεσης, ενέσιμο, έγχυσης
- кровотечу στα ελληνικά - αιμορραγία, αιμορραγίας, αφαίμαξη, η αιμορραγία, αιμορραγίες
- личинка στα ελληνικά - κάμπια, προνύμφη, προνύμφης, προνύμφες, νύμφη
- лісорозробки στα ελληνικά - υλοτομία, υλοτομίας, καταγραφή, καταγραφής, την καταγραφή
Τυχαίες λέξεις
Оподаткувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προβληματίζω, φορολογώ, φόρος, εισφορά, εισφοράς, εισφοράς που, εισφορα, εισφορά που
Μεταφράσεις: προβληματίζω, φορολογώ, φόρος, εισφορά, εισφοράς, εισφοράς που, εισφορα, εισφορά που