Оправа στα ελληνικά

Μετάφραση: оправа, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δεσμευτικός, δέσιμο, χείλος, ζάντα, στεφάνη, χείλους, ζάντας
Оправа στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • випити στα ελληνικά - κότσος, ποτό, πίνω, έχουν ένα, έχουν, έχει, διαθέτουν, ...
  • вишити στα ελληνικά - ράβω, κεντώ, κεντούν, κεντήσω, κεντήσουν, embroider
  • замирати στα ελληνικά - ξεθωριάζω, zamyraty
  • звільнений στα ελληνικά - απαλλάσσω, ασυδοσία, απαλλαγμένος, ανοσία, κυκλοφορήσει, κυκλοφόρησε, απελευθερώνεται, ...
Τυχαίες λέξεις
Оправа στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δεσμευτικός, δέσιμο, χείλος, ζάντα, στεφάνη, χείλους, ζάντας