Опрацьовувати στα ελληνικά
Μετάφραση: опрацьовувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θεραπεύω, μεταχειρίζομαι, κέρασμα, κερνώ, ασκηθείτε, ασκηθούν, να ασκηθούν, λειτουργήσει, επεξεργαστεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- делегування στα ελληνικά - αντιπροσωπεία, αντιπροσωπείας, αντιπροσωπία, αντιπροσωπεία του, αντιπροσωπεία της
- замирати στα ελληνικά - ξεθωριάζω, zamyraty
- збивання στα ελληνικά - παλλόμενος, μαστίγωμα, κτυπώντας, χτύπημα, κτύπημα, κτυπήματος
- згущати στα ελληνικά - εξατμίζομαι, πήζω, πυκνώνω, δένω, βράζω, συνοψίζω, υγροποιώ, ...
Τυχαίες λέξεις
Опрацьовувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θεραπεύω, μεταχειρίζομαι, κέρασμα, κερνώ, ασκηθείτε, ασκηθούν, να ασκηθούν, λειτουργήσει, επεξεργαστεί
Μεταφράσεις: θεραπεύω, μεταχειρίζομαι, κέρασμα, κερνώ, ασκηθείτε, ασκηθούν, να ασκηθούν, λειτουργήσει, επεξεργαστεί