Опротестовувати στα ελληνικά

Μετάφραση: опротестовувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαμαρτυρόμενος, διαμαρτυρία, διαμαρτυρίας, ένδειξη διαμαρτυρίας, διαδήλωση, διαμαρτυρίες
Опротестовувати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ері στα ελληνικά - μετάλλευμα, ορυκτό, εποχή, εποχής, περίοδο, την εποχή, περιόδου
  • засвідчувати στα ελληνικά - πιστοποιώ, μαρτυρώ, βεβαιώνω, πιστοποιούν, πιστοποιεί, πιστοποιήσει
  • звіщення στα ελληνικά - προκήρυξη, διακήρυξη, ανακήρυξη, διακήρυξης, κήρυξη
  • злетів-на στα ελληνικά - ανυπόφορος, -ups
Τυχαίες λέξεις
Опротестовувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαμαρτυρόμενος, διαμαρτυρία, διαμαρτυρίας, ένδειξη διαμαρτυρίας, διαδήλωση, διαμαρτυρίες