Διαμαρτυρόμενος στα ουκρανικά

Μετάφραση: διαμαρτυρόμενος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
протест, протестувати, опротестовувати, Протестант, протестувальник, Протестант Чи
Διαμαρτυρόμενος στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαμαρτυρόμενος

διαμαρτυρόμενος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, διαμαρτυρόμενος στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • διαμαρτυρία στα ουκρανικά - протеїни, протест, відповідь
  • διαμαρτυρίες στα ουκρανικά - протеїни, протести
  • διαμαρτύρομαι στα ουκρανικά - протеїни, протест, відповідь
  • διαμελίζω στα ουκρανικά - розсікати, розітніть, анатомувати, розкривати, розсікатимуть, розтинати
Τυχαίες λέξεις
Διαμαρτυρόμενος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: протест, протестувати, опротестовувати, Протестант, протестувальник, Протестант Чи