Остовпіння στα ελληνικά

Μετάφραση: остовпіння, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατάπληξη, αδράνεια, αποχαύνωση, αποβλάκωση, νάρκη, εμβροντησία, λήθαργος, λήθαργο
Остовпіння στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • безчесний στα ελληνικά - επαίσχυντος, άνομος, ατιμωτικό, επαίσχυντη, ατιμωτική, άτιμος, ατιμωτικές
  • замазати στα ελληνικά - ρυπαίνω, επιχρίω, πασαλείφω, φορτώνω
  • кондор στα ελληνικά - κόνδωρ, γυψ, Condor, κόνδορας, κόνδορα
  • кутовій στα ελληνικά - γωνιακός, γωνιώδης, γωνιακή, γωνιακής, γωνιακό, γωνιακές
Τυχαίες λέξεις
Остовпіння στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατάπληξη, αδράνεια, αποχαύνωση, αποβλάκωση, νάρκη, εμβροντησία, λήθαργος, λήθαργο