Пемзи στα ελληνικά
Μετάφραση: пемзи, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φουσκώνω, αντλία, τρόμπα, ελαφρόπετρα, ελαφρόπετρας, κίσσηρης, κίσσηρη, κίσσηρις
Μεταφράσεις
- витісніть στα ελληνικά - αντικαταστήσει, αντικαταστήστε, αντικατάσταση, αντικαθιστούν, αντικαταστήσουν
- волохатий στα ελληνικά - πιλοτάρω, πιλότος, τριχωτός, τριχωτό, τριχωτών, τριχωτά, εκ τριχωτών
- гнити στα ελληνικά - αποσυνθέτω, σαπίζω, σαπίλα, σήψης, σήψη, rot, σαπίζουν
- згущувати στα ελληνικά - πυκνώσει, πήξει, πυκνώνουν, πύκνωση, πήζει
Τυχαίες λέξεις
Пемзи στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φουσκώνω, αντλία, τρόμπα, ελαφρόπετρα, ελαφρόπετρας, κίσσηρης, κίσσηρη, κίσσηρις
Μεταφράσεις: φουσκώνω, αντλία, τρόμπα, ελαφρόπετρα, ελαφρόπετρας, κίσσηρης, κίσσηρη, κίσσηρις