Τρόμπα στα ουκρανικά
Μετάφραση: τρόμπα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пемзи, насос
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τρόμπα
τρόμπα για προσυμπιεσμένα αεροβόλα, τρόμπα νερού τιμή, τρόμπα μουσικό όργανο, τρόμπα μαρίνα, τρόμπα ποδηλάτου, τρόμπα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, τρόμπα στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- τρωκτικό στα ουκρανικά - їхав, гризун, білка
- τρόμος στα ουκρανικά - сум, переляк, терор, страх, тривога, жах, жахіття, ...
- τρόπαιο στα ουκρανικά - приз, нагорода, трофей, видобуток, видобування
- τρόπος στα ουκρανικά - вощений, манекени, соскоподібний, восковою, воскової, спосіб, метод, ...
Τυχαίες λέξεις
Τρόμπα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: пемзи, насос
Μεταφράσεις: пемзи, насос