Перебувати στα ελληνικά

Μετάφραση: перебувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνεχίζω, διαμένω, κατοικώ, χρονοτριβώ, συνεχίζομαι, κάθομαι, είναι, να, να είναι, ήταν
Перебувати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • загортати στα ελληνικά - τυλίξτε, τυλίξετε, τυλίγετε, τυλίξει, τυλίγουμε
  • загрозливо στα ελληνικά - ψείρα, επικίνδυνα, επικίνδυνο, επικίνδυνη, επικίνδυνες, επικινδύνως
  • кидати στα ελληνικά - εξακοντίζω, ρίξει, να ρίξει, ρίχνουν, ρίχνει, πετάτε
  • континент στα ελληνικά - ήπειρος, ήπειρο, ηπείρου, ήπειρό, της ηπείρου
Τυχαίες λέξεις
Перебувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνεχίζω, διαμένω, κατοικώ, χρονοτριβώ, συνεχίζομαι, κάθομαι, είναι, να, να είναι, ήταν