Перевага στα ελληνικά

Μετάφραση: перевага, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπέρβαρος, κυριαρχία, απολαβή, κεφάλαιο, πλεονέκτημα, προτέρημα, ενεργητικό, πλεονεκτήματος, επωφεληθούν, όφελος, πλεονεκτήματα
Перевага στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • акордеоніст στα ελληνικά - ακορντεονίστα, ακορντεονίστας, τον ακορντεονίστα, ακκορντεονίστα, ακκορντεονίστας
  • виконайте στα ελληνικά - εκτελώ, Ακολουθήστε, Ακολουθείστε, ακολουθήσει, ακολουθήσουν, ακολουθήσετε
  • ермітаж στα ελληνικά - ησυχαστήριο, ερημητήριο, Hermitage, Ερμιτάζ, Ασκητήριο, το ερημητήριο
  • маніакальний στα ελληνικά - μανιακός, μανιακό, μανιακού, maniac, μανιακή
Τυχαίες λέξεις
Перевага στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπέρβαρος, κυριαρχία, απολαβή, κεφάλαιο, πλεονέκτημα, προτέρημα, ενεργητικό, πλεονεκτήματος, επωφεληθούν, όφελος, πλεονεκτήματα