Перетворювати στα ελληνικά
Μετάφραση: перетворювати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναμόρφωση, μετατρέπω, μετατροπή, μετατρέπουν, μετατρέψετε, μετατρέψει, τη μετατροπή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- близнята στα ελληνικά - δίδυμα, διδύμων, τα δίδυμα, δίδυμοι, δίδυμες
- завзято στα ελληνικά - πεισματικά, πείσμα, επίμονα, με πείσμα
- зареєструвати στα ελληνικά - εγγράφομαι, εντάσσω, μητρώο, καταγραφή, εγγραφείτε, εγγραφή, εγγραφή της
- ключової στα ελληνικά - πληκτρολόγιο, κλειδί, πλήκτρο, βασικό, βασικά, βασικές
Τυχαίες λέξεις
Перетворювати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναμόρφωση, μετατρέπω, μετατροπή, μετατρέπουν, μετατρέψετε, μετατρέψει, τη μετατροπή
Μεταφράσεις: αναμόρφωση, μετατρέπω, μετατροπή, μετατρέπουν, μετατρέψετε, μετατρέψει, τη μετατροπή