Покладливий στα ελληνικά
Μετάφραση: покладливий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εύκολος, απλοϊκός, αποδίδοντας, δίδοντας, δίνοντας, παρέχοντας, αποδοθέντων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- евакуйований στα ελληνικά - μετακινούμενος από επικίνδυνη θέση, εκκενούμενος από επικίνδυνη θέση
- ері στα ελληνικά - μετάλλευμα, ορυκτό, εποχή, εποχής, περίοδο, την εποχή, περιόδου
- жало στα ελληνικά - τσιμπώ, κεντρίζω, βέλος, ξεπετάγομαι, κεντρί, τσίμπημα, τσιμπήματος, ...
- ковдру στα ελληνικά - κουβέρτα, κάλυμμα, γενική, στρώμα, μανδύα
Τυχαίες λέξεις
Покладливий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εύκολος, απλοϊκός, αποδίδοντας, δίδοντας, δίνοντας, παρέχοντας, αποδοθέντων
Μεταφράσεις: εύκολος, απλοϊκός, αποδίδοντας, δίδοντας, δίνοντας, παρέχοντας, αποδοθέντων