Поратися στα ελληνικά
Μετάφραση: поратися, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τυλίγω, μαζεύω, τύλιγμα, μάζεμα, είναι, να είναι, να, ήταν
Μεταφράσεις
- адміністратор στα ελληνικά - διαχειριστής, διαχειριστή, διαχειριστή του, το διαχειριστή, διαχειριστής του
- гончарний στα ελληνικά - κεραμικός, κεραμικά, κεραμικό, κεραμικών, κεραμική
- диспутувати στα ελληνικά - διεκδικώ, διαφωνία, διένεξη, dysputuvaty
- знайтися στα ελληνικά - βρείτε, βρεθεί μια
Τυχαίες λέξεις
Поратися στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τυλίγω, μαζεύω, τύλιγμα, μάζεμα, είναι, να είναι, να, ήταν
Μεταφράσεις: τυλίγω, μαζεύω, τύλιγμα, μάζεμα, είναι, να είναι, να, ήταν