Приватний στα ελληνικά
Μετάφραση: приватний, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ιδιωτικός, φαντάρος, μερικός, ιδιαίτερος, ιδιωτικό, ιδιωτική, ιδιωτικού, ιδιωτικών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- елегантність στα ελληνικά - κομψότητα, κομψότητας, την κομψότητα, φινέτσα, καλαισθησία
- жахіття στα ελληνικά - φοβερός, τρόμος, τρομερός, εφιάλτης, εφιάλτη, τον εφιάλτη, εφιαλτικό, ...
- заповідь στα ελληνικά - εντολή, εντολής, την εντολή, εντολή του, η εντολή
- колоніальний στα ελληνικά - αποικιακός, αποικιακή, αποικιακό, αποικιακής, αποικιακές
Τυχαίες λέξεις
Приватний στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ιδιωτικός, φαντάρος, μερικός, ιδιαίτερος, ιδιωτικό, ιδιωτική, ιδιωτικού, ιδιωτικών
Μεταφράσεις: ιδιωτικός, φαντάρος, μερικός, ιδιαίτερος, ιδιωτικό, ιδιωτική, ιδιωτικού, ιδιωτικών