Ιδιωτικός στα ουκρανικά

Μετάφραση: ιδιωτικός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
таємність, приватний, усамітнення, окремий, приватна, приватного
Ιδιωτικός στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ιδιωτικός

ιδιωτικός τομέας άδειες, ιδιωτικός αστυνομικός ασφαλείας, ιδιωτικός ερευνητής, ιδιωτικός ντετέκτιβ, ιδιωτικός υπάλληλος στα αγγλικά, ιδιωτικός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ιδιωτικός στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • ιδιοτέλεια στα ουκρανικά - егоїзм
  • ιδιοτελής στα ουκρανικά - егоїстичний, корисливий, корислива
  • ιδιόμορφος στα ουκρανικά - дивний, особливий, кумедний, своєрідний, єдиний, своєрідна, своєрідне
  • ιδιότητα στα ουκρανικά - властивість, атрибут, приписувати, приписати, якість
Τυχαίες λέξεις
Ιδιωτικός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: таємність, приватний, усамітнення, окремий, приватна, приватного