Призупиняти στα ελληνικά

Μετάφραση: призупиняти, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κρεμώ, αναστέλλω, παύση, παύσης, μικρή διακοπή, διακοπή, την παύση
Призупиняти στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • блокада στα ελληνικά - αποκλεισμός, αποκλεισμό, αποκλεισμού, τον αποκλεισμό, παρεμπόδιση
  • вокаліст στα ελληνικά - τραγουδιστής, αοιδός, τραγουδιστή, τραγουδίστρια, φωνητικά
  • коментування στα ελληνικά - σχόλιο, σχολίου, σχόλιό, το σχόλιό, σχόλια
  • мастика στα ελληνικά - μαστίχη, μαστίχα, μαστίχας, της μαστίχας, η μαστίχα
Τυχαίες λέξεις
Призупиняти στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κρεμώ, αναστέλλω, παύση, παύσης, μικρή διακοπή, διακοπή, την παύση