Прикрасити στα ελληνικά
Μετάφραση: прикрасити, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κοσμώ, κλαδεύω, λουσάρω, ψαλιδίζω, καλλωπίζω, στολίζω, κομψός, κουρεύω, ομορφύνει, ομορφαίνουν, ωραιοποιήσουν, ομορφύνουμε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- багажний στα ελληνικά - αποσκευές, αποσκευών, των αποσκευών, τις αποσκευές, αποσκευή
- дарувати στα ελληνικά - χορήγηση, παραχώρηση, χορηγήσει, χορηγούν, χορηγεί
- зображення στα ελληνικά - λιμουζίνα, εικόνα, είδωλο, εικόνας, image, εικόνα από, την εικόνα
- лозину στα ελληνικά - τριγυρίζω, περιφέρομαι, σπρέι, ψεκασμού, ψεκασμό, ψεκάζετε, ψεκάστε
Τυχαίες λέξεις
Прикрасити στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κοσμώ, κλαδεύω, λουσάρω, ψαλιδίζω, καλλωπίζω, στολίζω, κομψός, κουρεύω, ομορφύνει, ομορφαίνουν, ωραιοποιήσουν, ομορφύνουμε
Μεταφράσεις: κοσμώ, κλαδεύω, λουσάρω, ψαλιδίζω, καλλωπίζω, στολίζω, κομψός, κουρεύω, ομορφύνει, ομορφαίνουν, ωραιοποιήσουν, ομορφύνουμε