Провадити στα ελληνικά
Μετάφραση: провадити, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξοδεύω, συμπεριφορά, συμπεριφοράς, δεοντολογίας, διεξαγωγή, η συμπεριφορά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- випливати στα ελληνικά - ροή, προκύπτω, ρέω, επακολουθώ, αποτέλεσμα, λόγω, συνέπεια, ...
- воєнний στα ελληνικά - χειρουργός, στρατιωτικός, στρατιωτική, στρατιωτικές, στρατιωτικών, στρατιωτικής
- зм'якшувати στα ελληνικά - περονόσπορος, υποτάσσω, κατευνάζω, μούχλα, μαλακώσει, μαλακώνουν, μαλακώσουν, ...
- касовий στα ελληνικά - χρήματα, εξαργυρώνω, μετρητά, μετρητών, ροών, σε μετρητά, ταμειακών
Τυχαίες λέξεις
Провадити στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξοδεύω, συμπεριφορά, συμπεριφοράς, δεοντολογίας, διεξαγωγή, η συμπεριφορά
Μεταφράσεις: ξοδεύω, συμπεριφορά, συμπεριφοράς, δεοντολογίας, διεξαγωγή, η συμπεριφορά